Quantcast
Channel: 1againstracism »καταστολή
Viewing all articles
Browse latest Browse all 2

Η βία και από πού προέρχεται

$
0
0

Ο Αμρό Μοχάμεντ Αλί περπατούσε στο Μοναστηράκι. Έπεσε πάνω σε αστυνομικούς. Του ζήτησαν χαρτιά. Δεν τα είχε μαζί του. Κρατήθηκε και οδηγήθηκε στο τμήμα και στη συνέχεια στο στρατόπεδο της Αμυγδαλέζας.

Ο Αμρό είναι δεύτερης γενιάς μετανάστης. Εξαιτίας του απίθανου νομικού καθεστώτος που ισχύει στη χώρα μας δεν έχει ιθαγένεια. Τα χαρτιά του τα είχε αφήσει στον δικηγόρο του για να του ανανεώσει την άδεια παραμονής – άδεια παραμονής στη χώρα όπου γεννήθηκε, στη μόνη χώρα που γνωρίζει. Για να τον απελευθερώσουν, του ζητούν διαβατήριο. Ο Αμρό δεν έχει διαβατήριο. Του λένε να το ζητήσει από την «πρεσβεία του», την πρεσβεία της Αιγύπτου. Για να πάρει αιγυπτιακό διαβατήριο θα έπρεπε να εξαγοράσει τη στρατιωτική του Θητεία. Ομως ο Αμρό δεν έχει πατήσει ποτέ το πόδι του στην Αίγυπτο.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές ο Αμρό κρατείται ακόμη στην Αμυγδαλέζα. Κι ας μην κατηγορείται για τίποτε. Κι ας μην έχει διαπράξει καν διοικητική παράβαση, ας μην έχει εισέλθει παράνομα στη χώρα. Η κράτησή του μετράει ήδη κάμποσες μέρες. Συνελήφθη στην αστυνομική επιχείρηση «Θησέας», την Τετάρτη 16 Ιουλίου, λίγα μέτρα μακρυά από τον Νίκο Μαζιώτη.

Όχι, το ζήτημα εδώ δεν είναι πως όλοι οι πολιτικοί, οι δημοσιολογούντες και οι ταγοί της ενημέρωσης που καταδικάζουν ολημερίς τη βία και ξεζουμίζουν την υπόθεση «Νίκος Μαζιώτης, δημόσιος κίνδυνος No 1», δεν λένε τίποτε για μια άλλη, φρικτή βιαιότητα που εκτυλίσσεται κάθε μέρα μπροστά στα μάτια τους. Μολονότι κι αυτό, προφανώς, ισχύει. Το ζήτημα, όμως, εδώ, είναι πιο λεπτό, πιο βαθύ, πιο ύπουλο. Το ζήτημα είναι πως σ” αυτήν τη δημόσια συζήτηση περί βίας, που μας συνοδεύει καθημερινά σχεδόν όλη αυτή την περίοδο της κρίσης, κρύβεται μια προσπάθεια -επιτυχής, μέχρι στιγμής- να εγκατασταθεί στη δημόσια σφαίρα μια νέα αντίληψη των εννοιών – εννοιών όπως η ίδια η «βία» και το περίφημο «μονοπώλιο» της ή το «κράτος δικαίου» ή η «δημοκρατική νομιμότητα». Κι αυτή η προσπάθεια δεν είναι απλώς μια διεστραμμένη άσκηση απόλαυσης -μ” όλο που σίγουρα κάποιοι την απολαμβάνουν, αλλά έχει συγκεκριμένο οιόχο, ξεκάθαρα τον αντίθετο από την κατίσχυση του κράτους δικαίου και της δημοκρατικής νομιμότητας: ο στόχος είναι η απελευθέρωση της βίας, η ελεύθερη χρήση της από την πλευρά της εξουσίας δίχως τους περιορισμούς που το κράτος δικαίου της θέτει παραδοσιακά σε μια φιλεύθερη δημοκρατία. Ακόμη περισσότερο, όταν εδώ μιλάμε για «ελεύθερη χρήση της βίας», εννοούμε κάτι πιο προβληματικό από την κοινή επιστράτευση της καταστολής -η κρατική εξουσία που σε χτυπάει ή σε φυλακίζει όποτε το κρίνει σκόπιμο-, εννοούμε την κατά βούληση «απονομή» της βίας, εννοούμε τη δυνατότητα να χρίζει κανείς «βία» ό,τι επιλέξει ανάλογα με τις ανάγκες του, να επανορίζει τη βία κάθε φορά όπως του είναι χρήσιμο στο πλαίσιο μιας πολιτικής.

Ας το δούμε από μια άλλη πλευρά. Το 2010 είναι η χρονιά-κλειδί για την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Η νεοναζιστική οργάνωση στήνει τις «αυθόρμητες» διαμαρτυρίες κατοίκων, όπου λιγοστοί κάτοικοι κραδαίνουν ελληνικά σημαιάκια, περιστοιχισμένοι από μπράβους, σε κεντρικές πλατείες της Αθήνας. Παράλληλα, εντείνει τις βιαιοπραγίες και σι ανθρωπιστικές οργανώσεις καταγράφουν καταγγελίες επιθέσεων σε μετανάστες σχεδόν καθημερινά. Η βία της Χρυσής Αυγής είναι έντονη, γενικευμένη, μετρήσιμη και εξόχως ορατή, αποτελεί έναν διαρκή κίνδυνο στους δρόμους της πρωτεύουσας. Η πορεία αυχή την φτάνει ως το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων, όπου ο Νίκος Μιχαλολιάκος χαιρετά ναζιστικά.

Πώς αντιδρά η ελληνική πολιτεία; Πώς αντιδρά η Δικαιοσύνη; Πώς αντιδρά ο μετριοπαθής, δημοκρατικός Τύπος και πώς διαμορφώνεται ο δημόσιος λόγος;

Η απάντηση είναι: στοχεύουν τη Συνομωσία των Πυρήνων της Φωτιάς. Η Χρυοή Αυγή δεν αποτελεί εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή της ανόδου της και της πασιφανούς εδραίωσης της δύναμής της, απειλή για τη δημοκρατική νομιμότητα, δεν αποτελεί μια βία που η δημοκρατία δεν μπορεί να ανεχτεί. Την ανέχεται δίχως πρόβλημα και θα συνεχίσει να την ανέχεται για άλλα τρία χρόνια – ως τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, που τελικά καθιστά πολιτικά σκόπιμο για την κυβέρνηση Σαμαρά να υποβαθμίσει τη νεοναζιστική συμμορία από έναν εν δυνάμει κυβερνητικό εταίρο σε αντικείμενο διερεύνησης από τη δικαιοσύνη. Στον αντίποδα, οι Πυρήνες της Φωτιάς χρίζονται το απόλυτο Κακό. Η δικαιοσύνη υποτάσσεται σε μια ακόμη εκστρατεία τρομοϋστερίας και, παρά το γεγονός ότι έχει να κάνει με νεότατους ανθρώπους που, πάντως, δεν έχουν αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή, μοιράζει ποινές πιο εξοντωτικές από αυτές που επιφυλλάσσει για στυγνούς μισθοφόρους δολοφόνους της νύχτας.

Αν τα επισημαίνω αυτά, δεν τα επισημαίνω για να πω ότι η Χρυσή Αυγή αποτελούσε και αποτελεί έναν κοινωνικό κίνδυνο και μια πηγή βίας απίστευτα μεγαλύτερα από ό,τι οι Πυρήνες της Φωτιάς – μ” όλο που αυτό είναι βέβαιο. Ούτε προσπαθώ να πω απλώς ότι η κατασκευή ενός φαντάσματος της «τρομοκρατίας» στην Ελλάδα σήμερα, με μυθολογημένες φιγούρες όπως αυτή του «αρχιτρομοκράτη» Νίκου Μαζιώτη, είναι μια υπόθεση σκοτεινή, αξεδιάλυτη ως προς τους πραγματικούς μηχανισμούς της, που με τα δεδομένα που υπάρχουν στη δημοσιότητα δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές διαστάσεις ούτε των πράξεων που έχουν καταγραφεί ούτε των πραγματικών κινδύνων για το κοινωνικό σύνολο. Αυτό που θέλω να δείξω μέσα από αυτήν τη σχηματική αντιπαράθεση είναι ότι μακράν του να έχουμε να κάνουμε με μια «καταδίκη της βίας», βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα χειρισμό της, με μια διαχείριση της έννοιας της βίας. Κι ότι αυτήν τη διαχείριση ακριβώς έρχεται να συσκοτίσει η συζήτηση περί «καταδίκης της βίας» με τον τρόπο που τη διευθύνει το μέτωπο των κυβερνήσεων της κρίσης, των δημοσιολογούντων «διανοουμένων» του ακραίου Κέντρου, των «δημοσιογράφων» των μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών και των αρθρογράφων του καθεστωτικού Τύπου.

Διότι, φυσικά, η έννοια του κράτους δικαίου δεν έχει μία κατεύθυνση, δεν είναι κάτι που προσδιορίζει απλώς την υποχρέωση του πολίτη να σέβεται τη νομιμότητα. Ούτε βέβαια ο σεβασμός του πολίτη προς το νόμο του κράτους είναι κάτι που προσιδιάζει στη δημοκρατία. Απεναντίας, οποιοδήποτε πολίτευμα ή καθεστώς, από κάθε περίοδο της ανθρώπινης Ιστορίας, απαιτεί το σεβασμό στο νόμο από τα μέλη της κοινωνίας. Για την ακρίβεια, το κράτος δικαίου είναι σχεδόν το αντίθετο: είναι ο ρυθμιστής της σχέσης του κράτους με τον πολίτη, είναι η έννοια που έρχεται να περιορίσει την ανεξέλεγκτη ισχύ του κράτους και να θεσπίσει πως και το κράτος, και όχι μόνο ο πολίτης, δεσμεύεται από τη νομιμότητα.

Όμως εδώ ακριβώς βρίσκεται ο πυρήνας της επιχείρησης «καταδίκη της βίας»: στην κατασκευή μιας έννοιας της «δημοκρατικής νομιμότητας» που σκόπιμα παραναγιγνώσκει την υποχρέωση του κράτους να σέβεται το δίκαιο. Μιας «δημοκρατικής νομιμότητας» που διαθέτει όλα τα όπλα όχι μόνο από την άποψη των δυνατοτήτων καταστολής, αλλά κυρίως από την άποψη του εννοιακού της οπλοστασίου- να συνθλίψει απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις, και πάσης φύσεως ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα, αλλά που είναι απολύτως συνένοχη με μια κρατική βία, η οποία εξαπολύεται εναντίον οποιουδήποτε μια κυβέρνηση κρίνει σκόπιμο για να εξυπηρετήσει την πολιτική της.

Ελπίζω πως από τώρα που γράφω ωσότου να κυκλοφορήσει το περιοδικό αυτό στα περίπτερα, ο Αμρό Μοχάμεντ Αλί θα έχει κατορθώσει να απελευθερωθεί από την Αμυγδαλέζα. (Δεν έχω, δυστυχώς, την ίδια ελπίδα για τους χιλιάδες άλλους που κρατούνται παράνομα εκεί.) Τον συγκαταλέγω στα θύματα της «δημοκρατικής νομιμότητας» της Ελλάδας της κρίσης, μαζί με όλους τους νεκρούς, τους ξυλοφορτωμένους, τους βασανισμένους, τους αποκλεισμένους, τους συκοφαντημένους, τους απελπισμένους αυτής της φρικαλέας περιόδου- και τον χρεώνω σ” αυτούς που «καταδικάζουν τη βία από όπου και αν προέρχεται».

Αναδημοσίευση άρθρου του Αυγουστίνου Ζενάκου από το Unfollow

*Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι του συγγραφέα και δεν αντανακλούν κατ’ ανάγκη την επίσημη άποψη της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 2

Latest Images

Trending Articles





Latest Images